σπάργανο — το / σπάργανον, ΝΜΑ 1. επιμήκης και φαρδιά λωρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν τα βρέφη, κν. φασκιά 2. στον πληθ. τα σπάργανα το σύνολο τών πανιών με τα οποία συνήθιζαν παλαιότερα να τυλίγουν τα βρέφη, αλλ. πάνες νεοελλ. 1. βιολ. η… … Dictionary of Greek
φασκιά — η / φασκία, ΝΜΑ πλατιά λωρίδα από ύφασμα με την οποία τυλίγουν τα βρέφη, σπάργανο νεοελλ. ναυτ. μορφή περιλαβείου τών πλοίων, που χρησιμοποιείται για τη φόρτωση ή την εκφόρτωση ζώων και σάκων αρχ. 1. (κατά τον Πολυδ.) «τὴν ζώνην ἣν Ῥωμαῑοι… … Dictionary of Greek
κωλόπανο — και κωλοπάνι, το, και κωλοπάνα, η (Μ κωλοπάνι, τὸ) πάνα μωρού, σπάργανο νεοελλ. τιποτένιος άνθρωπος … Dictionary of Greek
σπάργω — Α (επικ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) α) «σπάρξαι σπαργανώσαι» β. «σπάρξαι... σπαράξαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σπάργανο] … Dictionary of Greek
σπαργάνωμα — το, ΝΑ [σπαργανῶ, ώνω] νεοελλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σπαργανώνω, φάσκιωμα αρχ. το σπάργανο … Dictionary of Greek
σπαργάνωση — η / σπαργάνωσις, ώσεως, ΝΑ [σπαργανῶ, ώνω] σπαργάνωμα νεοελλ. (παρασιτ.) προνυμφική παρασιτική διαταραχή που οφείλεται στην προνύμφη τού δεύτερου σταδίου, ή πληροκερκοειδές ή σπάργανο, ορισμένων κεστωδών σκωλήκων, όπως λ.χ. τών ψευδοφυλλιδίων και … Dictionary of Greek
σπείρα — Διακοσμητικό μοτίβο πολύ διαδομένο στην προϊστορική εποχή. Η φύση του σχήματος αυτού είναι διπλή: μπορεί να παραστάνει μια καθαρή γεωμετρική αφαίρεση ή να είναι η σχηματοποιημένη αναπαράσταση φυσικών μορφών. Στη δεύτερη φύση της παρουσιάζεται για … Dictionary of Greek
σπείραμα — άματος, το, ΝΑ, και ιων. τ. σπείρημα Α [σπειρῶμαι] καθετί που είναι περιελιγμένο ελικοειδώς νεοελλ. φρ. α) «αγγειώδες σπείραμα» ή «νεφρικό σπείραμα» (ανατ. φυσιολ.) μικροσκοπικό τολύπιο τριχοειδών αγγείων που σχηματίζουν δίκτυο ανάμεσα σε ένα… … Dictionary of Greek
πανί — το (λ. λατ.) 1. ύφασμα λινό ή βαμβακερό: Πανί χοντρό, πανί γερό, πανί καλά φασμένο. 2. κομμάτι υφάσματος: Πάρε ένα πανί και σκούπισε τα παπούτσια. 3. ειδικά ραμμένο ύφασμα για ρούχο βρέφους, σπάργανο: Τα πανιά του μωρού πρέπει να είναι καθαρά. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)